- πολυείλητος
- πολυ-είλητος, ον,A much convoluted,
ἔντερα Ruf.Anat.44
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔντερα Ruf.Anat.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυείλητος — ον, Α πολυέλικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εἰλητός (< εἰλῶ / εἴλω «τυλίγω»), πρβλ. ευ είλητος, μονο είλητος] … Dictionary of Greek
πολυείλητα — πολυείλητος much convoluted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)